- παγκρατιαστά
- παγκρατιαστά̱ , παγκρατιαστήςone who practises themasc nom/voc/acc dualπαγκρατιαστήςone who practises themasc voc sgπαγκρατιαστήςone who practises themasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.